- μούργος
- ο (Μ μοῡργος)νεοελλ.1. μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος, ιδίως με σκούρο χρώμα2. ως επίθ. (για πρόσ.) αγριάνθρωπος, αγροίκοςμσν.ως επίθ. (για ίππο ή ημίονο) σκούρος, σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουργός (πρβλ. μούργα < αρχ. ἀμόργη). Κατ' άλλους < μοργός (πρβλ. ισλδ. murk-r, σαξον. mirk «μέλας, φαιός») < αρχ. ἀμολγός «σκοτεινός» (< ἀμέλγωγια την εναλλαγή λ / ρ πρβλ. βρύω / βλύω, κλίβανος / κρίβανος). Κατ' άλλους, τέλος, < ρουμ. murg < λατ. amurga < ἀμόργη].
Dictionary of Greek. 2013.