μούργος

μούργος
ο (Μ μοῡργος)
νεοελλ.
1. μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος, ιδίως με σκούρο χρώμα
2. ως επίθ. (για πρόσ.) αγριάνθρωπος, αγροίκος
μσν.
ως επίθ. (για ίππο ή ημίονο) σκούρος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουργός (πρβλ. μούργα < αρχ. ἀμόργη). Κατ' άλλους < μοργός (πρβλ. ισλδ. murk-r, σαξον. mirk «μέλας, φαιός») < αρχ. ἀμολγός «σκοτεινός» (< ἀμέλγω
για την εναλλαγή λ / ρ πρβλ. βρύω / βλύω, κλίβανος / κρίβανος). Κατ' άλλους, τέλος, < ρουμ. murg < λατ. amurga < ἀμόργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μούργος — ο 1. μεγαλόσωμο τσοπανόσκυλο με σκούρο τρίχωμα. 2. μτφ., άνθρωπος αγροίκος, άξεστος: Φυλάει την αποθήκη ένας μούργος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… …   Dictionary of Greek

  • murg — MURG1 s.n. 1. (înv. şi pop.) Amurg. 2. (Rar) Zori de zi. – et. nec. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  MURG2, Ă, murgi, adj., s.m. şi f. 1. adj …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”